- παρενδίδωμι
- παρεν-δίδωμι,A give in, Plu.2.813d, App.BC1.12.2 relax, remit, of acute disease, Gal.12.494.3 παρενδοθῇ· παρατεθῇ, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρενδίδωμι — Α [ενδίδωμι] 1. ενδίδω, υποχωρώ 2. (για οξεία ασθένεια) καταπραΰνομαι 3. (Ησύχ.) «παρενδοθῇ παρατεθῇ» … Dictionary of Greek